- γεωμετρικαῖς
- γεωμετρικόςoffem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
геометриискыи — (1*) пр. Землемерный: Да бѹдеть ти вѣра начало б҃ественымъ словомъ… вѣра, ˫аже не геѡмет<р>иискыимъ дѣланиѥмъ ражаѥтьсѩ, но д҃ховныимъ и б҃ественыимъ. (γεωμετρικαῖς) Пч к. XIV, 101 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διελαύνω — (AM διελαύνω) [ελαύνω] 1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι 2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα 3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος αρχ. 1. διατρυπώ με λόγχη 2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω β) εφορμώ, κάνω… … Dictionary of Greek